- κληροδότημα
- Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ αδιαθέτου» διαδοχής, αλλά λαμβάνεται πρόνοια να μην παραβλάπτονται τα δικαιώματά του, ως κληρονόμου, επάνω στη νόμιμη μοίρα (άρ. 1.828 Αστικού Κώδικα, κληρονομική διαδοχή). Περιορισμοί προβλέπονται επίσης, όταν η πρόθεση του διαθέτη είναι το κληροδοτούμενο αγαθό να παραμείνει διαρκώς στην οικογένειά του (άρ. 2.010 A.Κ., οικογενειακό κ.) καθώς επίσης στην περίπτωση της καταπιστευματικής υποκατάστασης, όταν δηλαδή προβλέπεται ότι το κ. θα περάσει σε άλλο πρόσωπο έπειτα από την απόκτηση της κληροδοσίας (άρ. 2009, A.Κ., καταπίστευμα). Ο κληροδόχος δικαιούται, με δήλωσή του προς τον βεβαρημένο, να αποδεχθεί ή να αρνηθεί το κ. Αν το αποδεχθεί, αποκτά ενοχικό δικαίωμα έναντι του προσώπου που βαρύνεται με την εκτέλεση της παροχής (βεβαρημένου). Το κ. μπορεί να συσταθεί εις βάρος είτε ενός ή πολλών κληρονόμων ή κληροδόχων είτε του καταπιστευματοδόχου. Κ. μπορεί να προβλεφθεί και προς όφελος ενός κληρονόμου αλλά και σε βάρος της κληρονομιάς του ίδιου, οπότε ονομάζεται εξαίρετο. Ο προσδιορισμός του κληροδόχου, όταν ιδίως προβλέπονται πολλοί, καθώς και του αντικειμένου της κληροδοσίας αποτελεί αντικείμενο λεπτομερειακών ρυθμίσεων του A.Κ.
* * *το1. αυτό που ορίζεται και παρέχεται με κληροδοσία, το χρηματικό ποσό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που παραχωρείται σε κάποιον με διαθήκη2. το χρηματικό ποσό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που προσφέρεται από κάποιον για κοινωφελή σκοπό, είτε ο κληροδότης βρίσκεται στη ζωή είτε μετά τον θάνατό του, σύμφωνα με τη διαθήκη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κληροδοτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.